στρατηγέ

στρατηγέ
στρατηγός
leader
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • воѥвода — ВОѤВОД|А (267), Ы с. Воевода, военачальник: тоу бѣ съшьлос˫а... и кн˫ази и вьсе бол˫арьство и вьсе старѣишиньство. и воѥводы вьс˫а роусьскы землѣ и вьси предрьжаща˫а страны вс˫а. СкБГ XII, 25б; да ˫ако же приде къ воѥводѣ мѣста того. (τὸν...… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • στρατηγός — Επώνυμο κερκυραϊκής οικογένειας, που καταγόταν από την Κρήτη. Ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε στη Δαλματία. Κυριότερα μέλη της ήταν οι ακόλουθοι: 1. Αντώνιος. Σπούδασε φιλοσοφία στην Ιταλία και υπήρξε μέλος της Ακαδημίας των Αβλαβών και καθηγητής… …   Dictionary of Greek

  • στρατήγ' — στρατηγί , στρατηγίς of the general fem voc sg στρατηγέ , στρατηγός leader masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”